- καταλοφαδεια
- καταλοφάδειακᾰτᾱ-λοφάδειαи κᾰτᾱλοφάδια (ᾰδ) adv. на затылке, на шее:
(ἔλαφον) κ. φέρων Hom. неся на шее (убитого) оленя
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἔλαφον) κ. φέρων Hom. неся на шее (убитого) оленя
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
καταλοφάδεια — και καταλοφάδια (Α) επίρρ. επάνω στον τράχηλο, στον σβέρκο και στους δύο ώμους («καταλοφάδεια φέρων τὴν ἔλαφον», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» και αναλογικό προς το κατωμάδιος από τη φρ. κατά λόφον. Το ει από μετρική έκταση] … Dictionary of Greek
καταλοφάδεια — on the neck indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοφάδεια — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «...αὐχήν, οἷον κατὰ τοῡ αὐχένος, ἢ χωρίον ὃ καλοῡσι Λίβυσσα». [ΕΤΥΜΟΛ. < καταλοφάδεια*, κατ απόσπαση] … Dictionary of Greek